Compound from έρρινος (érrinos, “nasal”) + -μελής (-melís) (from Ancient Greek μέλος (mélos, “song, music”)).
ερρινομελής • (errinomelís) m (feminine ερρινομελής, neuter ερρινομελές)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ερρινομελής • | ερρινομελής • | ερρινομελές • | ερρινομελείς • | ερρινομελείς • | ερρινομελή • |
genitive | ερρινομελούς • / ερρινομελή • | ερρινομελούς • | ερρινομελούς • | ερρινομελών • | ερρινομελών • | ερρινομελών • |
accusative | ερρινομελή • | ερρινομελή • | ερρινομελές • | ερρινομελείς • | ερρινομελείς • | ερρινομελή • |
vocative | ερρινομελή • / ερρινομελής • | ερρινομελής • | ερρινομελές • | ερρινομελείς • | ερρινομελείς • | ερρινομελή • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ερρινομελής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ερρινομελής, etc.) |