From Ancient Greek εὐαίσθητος (euaísthētos); By surface analysis, ευ (ef, “good, well”) + αισθητός (aisthitós, “sensible”).
ευαίσθητος • (evaísthitos) m (feminine ευαίσθητη, neuter ευαίσθητο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευαίσθητος • | ευαίσθητη • | ευαίσθητο • | ευαίσθητοι • | ευαίσθητες • | ευαίσθητα • |
genitive | ευαίσθητου • | ευαίσθητης • | ευαίσθητου • | ευαίσθητων • | ευαίσθητων • | ευαίσθητων • |
accusative | ευαίσθητο • | ευαίσθητη • | ευαίσθητο • | ευαίσθητους • | ευαίσθητες • | ευαίσθητα • |
vocative | ευαίσθητε • | ευαίσθητη • | ευαίσθητο • | ευαίσθητοι • | ευαίσθητες • | ευαίσθητα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευαίσθητος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευαίσθητος, etc.) |