ευγενικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ευγενικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ευγενικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ευγενικός in singular and plural. Everything you need to know about the word ευγενικός you have here. The definition of the word ευγενικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofευγενικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From ευγενής (evgenís).

Pronunciation

Adjective

ευγενικός (evgenikósm (feminine ευγενική, neuter ευγενικό)

  1. polite

Declension

Declension of ευγενικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευγενικός (evgenikós) ευγενική (evgenikí) ευγενικό (evgenikó) ευγενικοί (evgenikoí) ευγενικές (evgenikés) ευγενικά (evgeniká)
genitive ευγενικού (evgenikoú) ευγενικής (evgenikís) ευγενικού (evgenikoú) ευγενικών (evgenikón) ευγενικών (evgenikón) ευγενικών (evgenikón)
accusative ευγενικό (evgenikó) ευγενική (evgenikí) ευγενικό (evgenikó) ευγενικούς (evgenikoús) ευγενικές (evgenikés) ευγενικά (evgeniká)
vocative ευγενικέ (evgeniké) ευγενική (evgenikí) ευγενικό (evgenikó) ευγενικοί (evgenikoí) ευγενικές (evgenikés) ευγενικά (evgeniká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευγενικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευγενικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευγενικότερος (evgenikóteros) ευγενικότερη (evgenikóteri) ευγενικότερο (evgenikótero) ευγενικότεροι (evgenikóteroi) ευγενικότερες (evgenikóteres) ευγενικότερα (evgenikótera)
genitive ευγενικότερου (evgenikóterou) ευγενικότερης (evgenikóteris) ευγενικότερου (evgenikóterou) ευγενικότερων (evgenikóteron) ευγενικότερων (evgenikóteron) ευγενικότερων (evgenikóteron)
accusative ευγενικότερο (evgenikótero) ευγενικότερη (evgenikóteri) ευγενικότερο (evgenikótero) ευγενικότερους (evgenikóterous) ευγενικότερες (evgenikóteres) ευγενικότερα (evgenikótera)
vocative ευγενικότερε (evgenikótere) ευγενικότερη (evgenikóteri) ευγενικότερο (evgenikótero) ευγενικότεροι (evgenikóteroi) ευγενικότερες (evgenikóteres) ευγενικότερα (evgenikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ευγενικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ευγενικότατος (evgenikótatos) ευγενικότατη (evgenikótati) ευγενικότατο (evgenikótato) ευγενικότατοι (evgenikótatoi) ευγενικότατες (evgenikótates) ευγενικότατα (evgenikótata)
genitive ευγενικότατου (evgenikótatou) ευγενικότατης (evgenikótatis) ευγενικότατου (evgenikótatou) ευγενικότατων (evgenikótaton) ευγενικότατων (evgenikótaton) ευγενικότατων (evgenikótaton)
accusative ευγενικότατο (evgenikótato) ευγενικότατη (evgenikótati) ευγενικότατο (evgenikótato) ευγενικότατους (evgenikótatous) ευγενικότατες (evgenikótates) ευγενικότατα (evgenikótata)
vocative ευγενικότατε (evgenikótate) ευγενικότατη (evgenikótati) ευγενικότατο (evgenikótato) ευγενικότατοι (evgenikótatoi) ευγενικότατες (evgenikótates) ευγενικότατα (evgenikótata)

Descendants

  • Romanian: evghenicos