From ευγενής (evgenís).
ευγενικός • (evgenikós) m (feminine ευγενική, neuter ευγενικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ευγενικός (evgenikós) | ευγενική (evgenikí) | ευγενικό (evgenikó) | ευγενικοί (evgenikoí) | ευγενικές (evgenikés) | ευγενικά (evgeniká) | |
genitive | ευγενικού (evgenikoú) | ευγενικής (evgenikís) | ευγενικού (evgenikoú) | ευγενικών (evgenikón) | ευγενικών (evgenikón) | ευγενικών (evgenikón) | |
accusative | ευγενικό (evgenikó) | ευγενική (evgenikí) | ευγενικό (evgenikó) | ευγενικούς (evgenikoús) | ευγενικές (evgenikés) | ευγενικά (evgeniká) | |
vocative | ευγενικέ (evgeniké) | ευγενική (evgenikí) | ευγενικό (evgenikó) | ευγενικοί (evgenikoí) | ευγενικές (evgenikés) | ευγενικά (evgeniká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευγενικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευγενικός, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ευγενικότερος", etc)
|