Learnedly from ευ- (ef-) + υπολήπ(τομαι) (ypolíp(tomai)) + -τος (-tos). Compare Ancient Greek εὐυπόληπτος (euupólēptos, “easy to take up”).[1][2]
ευυπόληπτος • (evypóliptos) m (feminine ευυπόληπτη, neuter ευυπόληπτο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ευυπόληπτος (evypóliptos) | ευυπόληπτη (evypólipti) | ευυπόληπτο (evypólipto) | ευυπόληπτοι (evypóliptoi) | ευυπόληπτες (evypóliptes) | ευυπόληπτα (evypólipta) | |
genitive | ευυπόληπτου (evypóliptou) | ευυπόληπτης (evypóliptis) | ευυπόληπτου (evypóliptou) | ευυπόληπτων (evypólipton) | ευυπόληπτων (evypólipton) | ευυπόληπτων (evypólipton) | |
accusative | ευυπόληπτο (evypólipto) | ευυπόληπτη (evypólipti) | ευυπόληπτο (evypólipto) | ευυπόληπτους (evypóliptous) | ευυπόληπτες (evypóliptes) | ευυπόληπτα (evypólipta) | |
vocative | ευυπόληπτε (evypólipte) | ευυπόληπτη (evypólipti) | ευυπόληπτο (evypólipto) | ευυπόληπτοι (evypóliptoi) | ευυπόληπτες (evypóliptes) | ευυπόληπτα (evypólipta) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευυπόληπτος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευυπόληπτος, etc.)