Perfect participle of ευχαριστιέμαι (efcharistiémai) and ευχαριστούμαι (efcharistoúmai), passive voices of ευχαριστώ (“thank; I please”).
ευχαριστημένος • (efcharistiménos) m (feminine ευχαριστημένη, neuter ευχαριστημένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ευχαριστημένος (efcharistiménos) | ευχαριστημένη (efcharistiméni) | ευχαριστημένο (efcharistiméno) | ευχαριστημένοι (efcharistiménoi) | ευχαριστημένες (efcharistiménes) | ευχαριστημένα (efcharistiména) | |
genitive | ευχαριστημένου (efcharistiménou) | ευχαριστημένης (efcharistiménis) | ευχαριστημένου (efcharistiménou) | ευχαριστημένων (efcharistiménon) | ευχαριστημένων (efcharistiménon) | ευχαριστημένων (efcharistiménon) | |
accusative | ευχαριστημένο (efcharistiméno) | ευχαριστημένη (efcharistiméni) | ευχαριστημένο (efcharistiméno) | ευχαριστημένους (efcharistiménous) | ευχαριστημένες (efcharistiménes) | ευχαριστημένα (efcharistiména) | |
vocative | ευχαριστημένε (efcharistiméne) | ευχαριστημένη (efcharistiméni) | ευχαριστημένο (efcharistiméno) | ευχαριστημένοι (efcharistiménoi) | ευχαριστημένες (efcharistiménes) | ευχαριστημένα (efcharistiména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ευχαριστημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ευχαριστημένος, etc.)