From ευχέτ(ης) (efchét(is), “who wishes”) + -ικός.
ευχετικός • (efchetikós) m (feminine ευχετική, neuter ευχετικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ευχετικός • | ευχετική • | ευχετικό • | ευχετικοί • | ευχετικές • | ευχετικά • |
genitive | ευχετικού • | ευχετικής • | ευχετικού • | ευχετικών • | ευχετικών • | ευχετικών • |
accusative | ευχετικό • | ευχετική • | ευχετικό • | ευχετικούς • | ευχετικές • | ευχετικά • |
vocative | ευχετικέ • | ευχετική • | ευχετικό • | ευχετικοί • | ευχετικές • | ευχετικά • |