Learned borrowing from Koine Greek ἐχθρικός (ekhthrikós).[1] By surface analysis, εχθρ(ός) (echthr(ós)) + -ικός (-ikós).
εχθρικός • (echthrikós) m (feminine εχθρική, neuter εχθρικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εχθρικός • | εχθρική • | εχθρικό • | εχθρικοί • | εχθρικές • | εχθρικά • |
genitive | εχθρικού • | εχθρικής • | εχθρικού • | εχθρικών • | εχθρικών • | εχθρικών • |
accusative | εχθρικό • | εχθρική • | εχθρικό • | εχθρικούς • | εχθρικές • | εχθρικά • |
vocative | εχθρικέ • | εχθρική • | εχθρικό • | εχθρικοί • | εχθρικές • | εχθρικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εχθρικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εχθρικός, etc.) |