Learned borrowing from Ancient Greek εὔκαμπτος (eúkamptos).[1]
εύκαμπτος • (éfkamptos) m (feminine εύκαμπτη, neuter εύκαμπτο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εύκαμπτος • | εύκαμπτη • | εύκαμπτο • | εύκαμπτοι • | εύκαμπτες • | εύκαμπτα • |
genitive | εύκαμπτου • | εύκαμπτης • | εύκαμπτου • | εύκαμπτων • | εύκαμπτων • | εύκαμπτων • |
accusative | εύκαμπτο • | εύκαμπτη • | εύκαμπτο • | εύκαμπτους • | εύκαμπτες • | εύκαμπτα • |
vocative | εύκαμπτε • | εύκαμπτη • | εύκαμπτο • | εύκαμπτοι • | εύκαμπτες • | εύκαμπτα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εύκαμπτος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εύκαμπτος, etc.) |