ζηλεύω (zilévo, “to be jealous, to be envious”) + -τος (-tos).
ζηλευτός • (zileftós) m (feminine ζηλευτή, neuter ζηλευτό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ζηλευτός (zileftós) | ζηλευτή (zileftí) | ζηλευτό (zileftó) | ζηλευτοί (zileftoí) | ζηλευτές (zileftés) | ζηλευτά (zileftá) | |
genitive | ζηλευτού (zileftoú) | ζηλευτής (zileftís) | ζηλευτού (zileftoú) | ζηλευτών (zileftón) | ζηλευτών (zileftón) | ζηλευτών (zileftón) | |
accusative | ζηλευτό (zileftó) | ζηλευτή (zileftí) | ζηλευτό (zileftó) | ζηλευτούς (zileftoús) | ζηλευτές (zileftés) | ζηλευτά (zileftá) | |
vocative | ζηλευτέ (zilefté) | ζηλευτή (zileftí) | ζηλευτό (zileftó) | ζηλευτοί (zileftoí) | ζηλευτές (zileftés) | ζηλευτά (zileftá) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ζηλευτός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ζηλευτός, etc.)