From θαῦμα, θαυματ- (thaûma, thaumat-) + -ουργός (-ourgós). Also substantivised.
θαυματουργός • (thaumatourgós) m or f (neuter θαυματουργόν); second declension (Koine)
θαυμᾰτουργός • (thaumatourgós) m (genitive θαυμᾰτουργοῦ); second declension (Koine)
Case / # | Singular | Dual | Plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Nominative | ὁ θαυμᾰτουργός ho thaumatourgós |
τὼ θαυμᾰτουργώ tṑ thaumatourgṓ |
οἱ θαυμᾰτουργοί hoi thaumatourgoí | ||||||||||
Genitive | τοῦ θαυμᾰτουργοῦ toû thaumatourgoû |
τοῖν θαυμᾰτουργοῖν toîn thaumatourgoîn |
τῶν θαυμᾰτουργῶν tôn thaumatourgôn | ||||||||||
Dative | τῷ θαυμᾰτουργῷ tôi thaumatourgôi |
τοῖν θαυμᾰτουργοῖν toîn thaumatourgoîn |
τοῖς θαυμᾰτουργοῖς toîs thaumatourgoîs | ||||||||||
Accusative | τὸν θαυμᾰτουργόν tòn thaumatourgón |
τὼ θαυμᾰτουργώ tṑ thaumatourgṓ |
τοὺς θαυμᾰτουργούς toùs thaumatourgoús | ||||||||||
Vocative | θαυμᾰτουργέ thaumatourgé |
θαυμᾰτουργώ thaumatourgṓ |
θαυμᾰτουργοί thaumatourgoí | ||||||||||
Notes: |
|
Learned borrowing from Koine Greek θαυματουργός (thaumatourgós).[1] For icons or saints, inherited from Byzantine Greek θαυματουργός (thaumatourgós).[2] Morphologically, θαύμα, θαυματ- (thávma, thavmat-) + -ουργός (-ourgós).
θαυματουργός • (thavmatourgós) m (feminine θαυματουργή or θαυματουργός, neuter θαυματουργό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θαυματουργός • | θαυματουργή • | θαυματουργό • | θαυματουργοί • | θαυματουργές • | θαυματουργά • |
genitive | θαυματουργού • | θαυματουργής • | θαυματουργού • | θαυματουργών • | θαυματουργών • | θαυματουργών • |
accusative | θαυματουργό • | θαυματουργή • | θαυματουργό • | θαυματουργούς • | θαυματουργές • | θαυματουργά • |
vocative | θαυματουργέ • | θαυματουργή • | θαυματουργό • | θαυματουργοί • | θαυματουργές • | θαυματουργά • |
Formal: with learned feminine in the ancient fashion, like θαυματουργός (thaumatourgós)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θαυματουργός • | θαυματουργός • | θαυματουργό • | θαυματουργοί • | θαυματουργοί • | θαυματουργά • |
genitive | θαυματουργού • | θαυματουργού • | θαυματουργού • | θαυματουργών • | θαυματουργών • | θαυματουργών • |
accusative | θαυματουργό • | θαυματουργό • | θαυματουργό • | θαυματουργούς • | θαυματουργούς • | θαυματουργά • |
vocative | θαυματουργέ • | θαυματουργέ • | θαυματουργό • | θαυματουργοί • | θαυματουργοί • | θαυματουργά • |