Learned borrowing from Ancient Greek θεμιτός (themitós).[1]
θεμιτός • (themitós) m (feminine θεμιτή, neuter θεμιτό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θεμιτός • | θεμιτή • | θεμιτό • | θεμιτοί • | θεμιτές • | θεμιτά • |
genitive | θεμιτού • | θεμιτής • | θεμιτού • | θεμιτών • | θεμιτών • | θεμιτών • |
accusative | θεμιτό • | θεμιτή • | θεμιτό • | θεμιτούς • | θεμιτές • | θεμιτά • |
vocative | θεμιτέ • | θεμιτή • | θεμιτό • | θεμιτοί • | θεμιτές • | θεμιτά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θεμιτός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θεμιτός, etc.) |