ιδιοφυής • (idiofyís) m (feminine ιδιοφυής, neuter ιδιοφυές)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ιδιοφυής (idiofyís) | ιδιοφυής (idiofyís) | ιδιοφυές (idiofyés) | ιδιοφυείς (idiofyeís) | ιδιοφυείς (idiofyeís) | ιδιοφυή (idiofyí) | |
genitive | ιδιοφυούς (idiofyoús) ιδιοφυή (idiofyí) |
ιδιοφυούς (idiofyoús) | ιδιοφυούς (idiofyoús) | ιδιοφυών (idiofyón) | ιδιοφυών (idiofyón) | ιδιοφυών (idiofyón) | |
accusative | ιδιοφυή (idiofyí) | ιδιοφυή (idiofyí) | ιδιοφυές (idiofyés) | ιδιοφυείς (idiofyeís) | ιδιοφυείς (idiofyeís) | ιδιοφυή (idiofyí) | |
vocative | ιδιοφυή (idiofyí) ιδιοφυής (idiofyís) |
ιδιοφυής (idiofyís) | ιδιοφυές (idiofyés) | ιδιοφυείς (idiofyeís) | ιδιοφυείς (idiofyeís) | ιδιοφυή (idiofyí) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιδιοφυής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιδιοφυής, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ιδιοφυέστερος", etc)
|