ιδιοφυής

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ιδιοφυής. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ιδιοφυής, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ιδιοφυής in singular and plural. Everything you need to know about the word ιδιοφυής you have here. The definition of the word ιδιοφυής will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofιδιοφυής, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Pronunciation

  • IPA(key): /i.ði.o.fiˈis/
  • Hyphenation: ι‧δι‧ο‧φυ‧ής

Adjective

ιδιοφυής (idiofyísm (feminine ιδιοφυής, neuter ιδιοφυές)

  1. talented, gifted, genius, intelligent
    ιδιοφυής άνθρωποςidiofyís ánthropostalented man/person
  2. ingenious
    ιδιοφυής ιδέαidiofyís idéaingenious idea

Declension

Declension of ιδιοφυής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ιδιοφυής (idiofyís) ιδιοφυής (idiofyís) ιδιοφυές (idiofyés) ιδιοφυείς (idiofyeís) ιδιοφυείς (idiofyeís) ιδιοφυή (idiofyí)
genitive ιδιοφυούς (idiofyoús)
ιδιοφυή (idiofyí)
ιδιοφυούς (idiofyoús) ιδιοφυούς (idiofyoús) ιδιοφυών (idiofyón) ιδιοφυών (idiofyón) ιδιοφυών (idiofyón)
accusative ιδιοφυή (idiofyí) ιδιοφυή (idiofyí) ιδιοφυές (idiofyés) ιδιοφυείς (idiofyeís) ιδιοφυείς (idiofyeís) ιδιοφυή (idiofyí)
vocative ιδιοφυή (idiofyí)
ιδιοφυής (idiofyís)
ιδιοφυής (idiofyís) ιδιοφυές (idiofyés) ιδιοφυείς (idiofyeís) ιδιοφυείς (idiofyeís) ιδιοφυή (idiofyí)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιδιοφυής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιδιοφυής, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ιδιοφυέστερος (idiofyésteros) ιδιοφυέστερη (idiofyésteri) ιδιοφυέστερο (idiofyéstero) ιδιοφυέστεροι (idiofyésteroi) ιδιοφυέστερες (idiofyésteres) ιδιοφυέστερα (idiofyéstera)
genitive ιδιοφυέστερου (idiofyésterou) ιδιοφυέστερης (idiofyésteris) ιδιοφυέστερου (idiofyésterou) ιδιοφυέστερων (idiofyésteron) ιδιοφυέστερων (idiofyésteron) ιδιοφυέστερων (idiofyésteron)
accusative ιδιοφυέστερο (idiofyéstero) ιδιοφυέστερη (idiofyésteri) ιδιοφυέστερο (idiofyéstero) ιδιοφυέστερους (idiofyésterous) ιδιοφυέστερες (idiofyésteres) ιδιοφυέστερα (idiofyéstera)
vocative ιδιοφυέστερε (idiofyéstere) ιδιοφυέστερη (idiofyésteri) ιδιοφυέστερο (idiofyéstero) ιδιοφυέστεροι (idiofyésteroi) ιδιοφυέστερες (idiofyésteres) ιδιοφυέστερα (idiofyéstera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ιδιοφυέστερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ιδιοφυέστατος (idiofyéstatos) ιδιοφυέστατη (idiofyéstati) ιδιοφυέστατο (idiofyéstato) ιδιοφυέστατοι (idiofyéstatoi) ιδιοφυέστατες (idiofyéstates) ιδιοφυέστατα (idiofyéstata)
genitive ιδιοφυέστατου (idiofyéstatou) ιδιοφυέστατης (idiofyéstatis) ιδιοφυέστατου (idiofyéstatou) ιδιοφυέστατων (idiofyéstaton) ιδιοφυέστατων (idiofyéstaton) ιδιοφυέστατων (idiofyéstaton)
accusative ιδιοφυέστατο (idiofyéstato) ιδιοφυέστατη (idiofyéstati) ιδιοφυέστατο (idiofyéstato) ιδιοφυέστατους (idiofyéstatous) ιδιοφυέστατες (idiofyéstates) ιδιοφυέστατα (idiofyéstata)
vocative ιδιοφυέστατε (idiofyéstate) ιδιοφυέστατη (idiofyéstati) ιδιοφυέστατο (idiofyéstato) ιδιοφυέστατοι (idiofyéstatoi) ιδιοφυέστατες (idiofyéstates) ιδιοφυέστατα (idiofyéstata)

Synonyms

Further reading