έξυπνος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word έξυπνος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word έξυπνος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say έξυπνος in singular and plural. Everything you need to know about the word έξυπνος you have here. The definition of the word έξυπνος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofέξυπνος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

Inherited from Byzantine Greek ἔξυπνος (éxupnos), from Hellenistic Koine Greek ἔξυπνος (éxupnos, awake, aware, alert), from Ancient Greek ἐξ (ex) + ὕπνος (húpnos, sleep). Doublet of ξύπνιος (xýpnios).

Pronunciation

  • IPA(key): /ˈe.ksi.pnos/
  • Hyphenation: έ‧ξυ‧πνος

Adjective

έξυπνος (éxypnosm (feminine έξυπνη, neuter έξυπνο)

  1. clever, intelligent, sharp

Declension

Declension of έξυπνος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative έξυπνος (éxypnos) έξυπνη (éxypni) έξυπνο (éxypno) έξυπνοι (éxypnoi) έξυπνες (éxypnes) έξυπνα (éxypna)
genitive έξυπνου (éxypnou) έξυπνης (éxypnis) έξυπνου (éxypnou) έξυπνων (éxypnon) έξυπνων (éxypnon) έξυπνων (éxypnon)
accusative έξυπνο (éxypno) έξυπνη (éxypni) έξυπνο (éxypno) έξυπνους (éxypnous) έξυπνες (éxypnes) έξυπνα (éxypna)
vocative έξυπνε (éxypne) έξυπνη (éxypni) έξυπνο (éxypno) έξυπνοι (éxypnoi) έξυπνες (éxypnes) έξυπνα (éxypna)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο έξυπνος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο έξυπνος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εξυπνότερος (exypnóteros) εξυπνότερη (exypnóteri) εξυπνότερο (exypnótero) εξυπνότεροι (exypnóteroi) εξυπνότερες (exypnóteres) εξυπνότερα (exypnótera)
genitive εξυπνότερου (exypnóterou) εξυπνότερης (exypnóteris) εξυπνότερου (exypnóterou) εξυπνότερων (exypnóteron) εξυπνότερων (exypnóteron) εξυπνότερων (exypnóteron)
accusative εξυπνότερο (exypnótero) εξυπνότερη (exypnóteri) εξυπνότερο (exypnótero) εξυπνότερους (exypnóterous) εξυπνότερες (exypnóteres) εξυπνότερα (exypnótera)
vocative εξυπνότερε (exypnótere) εξυπνότερη (exypnóteri) εξυπνότερο (exypnótero) εξυπνότεροι (exypnóteroi) εξυπνότερες (exypnóteres) εξυπνότερα (exypnótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο εξυπνότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εξυπνότατος (exypnótatos) εξυπνότατη (exypnótati) εξυπνότατο (exypnótato) εξυπνότατοι (exypnótatoi) εξυπνότατες (exypnótates) εξυπνότατα (exypnótata)
genitive εξυπνότατου (exypnótatou) εξυπνότατης (exypnótatis) εξυπνότατου (exypnótatou) εξυπνότατων (exypnótaton) εξυπνότατων (exypnótaton) εξυπνότατων (exypnótaton)
accusative εξυπνότατο (exypnótato) εξυπνότατη (exypnótati) εξυπνότατο (exypnótato) εξυπνότατους (exypnótatous) εξυπνότατες (exypnótates) εξυπνότατα (exypnótata)
vocative εξυπνότατε (exypnótate) εξυπνότατη (exypnótati) εξυπνότατο (exypnótato) εξυπνότατοι (exypnótatoi) εξυπνότατες (exypnótates) εξυπνότατα (exypnótata)

Synonyms

also

figurative, colloquial:

Antonyms

Derived terms

Further reading