From Byzantine Greek ξυπνός (xupnós), from Koine Greek ἔξυπνος (éxupnos), from Ancient Greek ἐξ (ex) + ὕπνος (húpnos). Doublet of έξυπνος (éxypnos).
ξύπνιος • (xýpnios) m (feminine ξύπνια, neuter ξύπνιο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ξύπνιος (xýpnios) | ξύπνια (xýpnia) | ξύπνιο (xýpnio) | ξύπνιοι (xýpnioi) | ξύπνιες (xýpnies) | ξύπνια (xýpnia) | |
genitive | ξύπνιου (xýpniou) | ξύπνιας (xýpnias) | ξύπνιου (xýpniou) | ξύπνιων (xýpnion) | ξύπνιων (xýpnion) | ξύπνιων (xýpnion) | |
accusative | ξύπνιο (xýpnio) | ξύπνια (xýpnia) | ξύπνιο (xýpnio) | ξύπνιους (xýpnious) | ξύπνιες (xýpnies) | ξύπνια (xýpnia) | |
vocative | ξύπνιε (xýpnie) | ξύπνια (xýpnia) | ξύπνιο (xýpnio) | ξύπνιοι (xýpnioi) | ξύπνιες (xýpnies) | ξύπνια (xýpnia) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ξύπνιος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ξύπνιος, etc.)