ιδιωτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ιδιωτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ιδιωτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ιδιωτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word ιδιωτικός you have here. The definition of the word ιδιωτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofιδιωτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Pronunciation

  • IPA(key): /iðiotiˈkos/
  • Hyphenation: ι‧δι‧ω‧τι‧κός

Adjective

ιδιωτικός (idiotikósm (feminine ιδιωτική, neuter ιδιωτικό)

  1. private, intimate, personal
  2. private (not public, e.g. of a school, etc.)

Declension

Declension of ιδιωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ιδιωτικός (idiotikós) ιδιωτική (idiotikí) ιδιωτικό (idiotikó) ιδιωτικοί (idiotikoí) ιδιωτικές (idiotikés) ιδιωτικά (idiotiká)
genitive ιδιωτικού (idiotikoú) ιδιωτικής (idiotikís) ιδιωτικού (idiotikoú) ιδιωτικών (idiotikón) ιδιωτικών (idiotikón) ιδιωτικών (idiotikón)
accusative ιδιωτικό (idiotikó) ιδιωτική (idiotikí) ιδιωτικό (idiotikó) ιδιωτικούς (idiotikoús) ιδιωτικές (idiotikés) ιδιωτικά (idiotiká)
vocative ιδιωτικέ (idiotiké) ιδιωτική (idiotikí) ιδιωτικό (idiotikó) ιδιωτικοί (idiotikoí) ιδιωτικές (idiotikés) ιδιωτικά (idiotiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιδιωτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιδιωτικός, etc.)