ιδιωτικός • (idiotikós) m (feminine ιδιωτική, neuter ιδιωτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ιδιωτικός (idiotikós) | ιδιωτική (idiotikí) | ιδιωτικό (idiotikó) | ιδιωτικοί (idiotikoí) | ιδιωτικές (idiotikés) | ιδιωτικά (idiotiká) | |
genitive | ιδιωτικού (idiotikoú) | ιδιωτικής (idiotikís) | ιδιωτικού (idiotikoú) | ιδιωτικών (idiotikón) | ιδιωτικών (idiotikón) | ιδιωτικών (idiotikón) | |
accusative | ιδιωτικό (idiotikó) | ιδιωτική (idiotikí) | ιδιωτικό (idiotikó) | ιδιωτικούς (idiotikoús) | ιδιωτικές (idiotikés) | ιδιωτικά (idiotiká) | |
vocative | ιδιωτικέ (idiotiké) | ιδιωτική (idiotikí) | ιδιωτικό (idiotikó) | ιδιωτικοί (idiotikoí) | ιδιωτικές (idiotikés) | ιδιωτικά (idiotiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιδιωτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιδιωτικός, etc.)