Learnedly from the καθησυχασ- stem of καθησυχάζω (kathisycházo) + -τικός (-tikós).[1]
καθησυχαστικός • (kathisychastikós) m (feminine καθησυχαστική, neuter καθησυχαστικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καθησυχαστικός • | καθησυχαστική • | καθησυχαστικό • | καθησυχαστικοί • | καθησυχαστικές • | καθησυχαστικά • |
genitive | καθησυχαστικού • | καθησυχαστικής • | καθησυχαστικού • | καθησυχαστικών • | καθησυχαστικών • | καθησυχαστικών • |
accusative | καθησυχαστικό • | καθησυχαστική • | καθησυχαστικό • | καθησυχαστικούς • | καθησυχαστικές • | καθησυχαστικά • |
vocative | καθησυχαστικέ • | καθησυχαστική • | καθησυχαστικό • | καθησυχαστικοί • | καθησυχαστικές • | καθησυχαστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καθησυχαστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καθησυχαστικός, etc.) |