κακο- (kako-, “bad”) + γαμημένος (gamiménos, “fucked”, perfect participle of γαμιέμαι).
κακογαμημένος • (kakogamiménos) m (feminine κακογαμημένη, neuter κακογαμημένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κακογαμημένος • | κακογαμημένη • | κακογαμημένο • | κακογαμημένοι • | κακογαμημένες • | κακογαμημένα • |
genitive | κακογαμημένου • | κακογαμημένης • | κακογαμημένου • | κακογαμημένων • | κακογαμημένων • | κακογαμημένων • |
accusative | κακογαμημένο • | κακογαμημένη • | κακογαμημένο • | κακογαμημένους • | κακογαμημένες • | κακογαμημένα • |
vocative | κακογαμημένε • | κακογαμημένη • | κακογαμημένο • | κακογαμημένοι • | κακογαμημένες • | κακογαμημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κακογαμημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κακογαμημένος, etc.) |