Perfect participle of γαμιέμαι (gamiémai), passive voice of γαμάω- (gamáo-) / γαμώ (“to fuck”).
γαμημένος • (gamiménos) m (feminine γαμημένη, neuter γαμημένο) (mainly functioning adjectivally)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | γαμημένος • | γαμημένη • | γαμημένο • | γαμημένοι • | γαμημένες • | γαμημένα • |
genitive | γαμημένου • | γαμημένης • | γαμημένου • | γαμημένων • | γαμημένων • | γαμημένων • |
accusative | γαμημένο • | γαμημένη • | γαμημένο • | γαμημένους • | γαμημένες • | γαμημένα • |
vocative | γαμημένε • | γαμημένη • | γαμημένο • | γαμημένοι • | γαμημένες • | γαμημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο γαμημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο γαμημένος, etc.) |