|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
καταδιώκω
|
καταδιώξω
|
καταδιώκομαι
|
καταδιωχτώ, καταδιωχθώ
|
2 sg
|
καταδιώκεις
|
καταδιώξεις
|
καταδιώκεσαι
|
καταδιωχτείς, καταδιωχθείς
|
3 sg
|
καταδιώκει
|
καταδιώξει
|
καταδιώκεται
|
καταδιωχτεί, καταδιωχθεί
|
|
1 pl
|
καταδιώκουμε, [‑ομε]
|
καταδιώξουμε, [‑ομε]
|
καταδιωκόμαστε
|
καταδιωχτούμε, καταδιωχθούμε
|
2 pl
|
καταδιώκετε
|
καταδιώξετε
|
καταδιώκεστε, καταδιωκόσαστε
|
καταδιωχτείτε, καταδιωχθείτε
|
3 pl
|
καταδιώκουν(ε)
|
καταδιώξουν(ε)
|
καταδιώκονται
|
καταδιωχτούν(ε), καταδιωχθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
καταδίωκα
|
καταδίωξα
|
καταδιωκόμουν(α)
|
καταδιώχτηκα, καταδιώχθηκα
|
2 sg
|
καταδίωκες
|
καταδίωξες
|
καταδιωκόσουν(α)
|
καταδιώχτηκες, καταδιώχθηκες
|
3 sg
|
καταδίωκε
|
καταδίωξε
|
καταδιωκόταν(ε)
|
καταδιώχτηκε, καταδιώχθηκε
|
|
1 pl
|
καταδιώκαμε
|
καταδιώξαμε
|
καταδιωκόμασταν, (‑όμαστε)
|
καταδιωχτήκαμε, καταδιωχθήκαμε
|
2 pl
|
καταδιώκατε
|
καταδιώξατε
|
καταδιωκόσασταν, (‑όσαστε)
|
καταδιωχτήκατε, καταδιωχθήκατε
|
3 pl
|
καταδίωκαν, καταδιώκαν(ε)
|
καταδίωξαν, καταδιώξαν(ε)
|
καταδιώκονταν, (καταδιωκόντουσαν)
|
καταδιώχτηκαν, καταδιωχτήκαν(ε), καταδιώχθηκαν, καταδιωχθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα καταδιώκω ➤
|
θα καταδιώξω ➤
|
θα καταδιώκομαι ➤
|
θα καταδιωχτώ / καταδιωχθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα καταδιώκεις, …
|
θα καταδιώξεις, …
|
θα καταδιώκεσαι, …
|
θα καταδιωχτείς / καταδιωχθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … καταδιώξει έχω, έχεις, … καταδιωγμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … καταδιωχτεί / καταδιωχθεί είμαι, είσαι, … καταδιωγμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … καταδιώξει είχα, είχες, … καταδιωγμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … καταδιωχτεί / καταδιωχθεί ήμουν, ήσουν, … καταδιωγμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … καταδιώξει θα έχω, θα έχεις, … καταδιωγμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … καταδιωχτεί / καταδιωχθεί θα είμαι, θα είσαι, … καταδιωγμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
καταδίωκε
|
καταδίωξε
|
—
|
καταδιώξου
|
2 pl
|
καταδιώκετε
|
καταδιώξτε
|
καταδιώκεστε
|
καταδιωχτείτε, καταδιωχθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
καταδιώκοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας καταδιώξει ➤
|
καταδιωγμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
καταδιώξει
|
καταδιωχτεί, καταδιωχθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|