καταρρακτώδης • (katarraktódis) m (feminine καταρρακτώδης, neuter καταρρακτώδες)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | καταρρακτώδης (katarraktódis) | καταρρακτώδης (katarraktódis) | καταρρακτώδες (katarraktódes) | καταρρακτώδεις (katarraktódeis) | καταρρακτώδεις (katarraktódeis) | καταρρακτώδη (katarraktódi) | |
genitive | καταρρακτώδους (katarraktódous) καταρρακτώδη (katarraktódi) |
καταρρακτώδους (katarraktódous) | καταρρακτώδους (katarraktódous) | καταρρακτωδών (katarraktodón) | καταρρακτωδών (katarraktodón) | καταρρακτωδών (katarraktodón) | |
accusative | καταρρακτώδη (katarraktódi) | καταρρακτώδη (katarraktódi) | καταρρακτώδες (katarraktódes) | καταρρακτώδεις (katarraktódeis) | καταρρακτώδεις (katarraktódeis) | καταρρακτώδη (katarraktódi) | |
vocative | καταρρακτώδη (katarraktódi) καταρρακτώδης (katarraktódis) |
καταρρακτώδης (katarraktódis) | καταρρακτώδες (katarraktódes) | καταρρακτώδεις (katarraktódeis) | καταρρακτώδεις (katarraktódeis) | καταρρακτώδη (katarraktódi) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καταρρακτώδης, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καταρρακτώδης, etc.)