Perfect participle of κατηγορούμαι (katigoroúmai), passive voice of κατηγορώ (“accuse”).
κατηγορημένος • (katigoriménos) m (feminine κατηγορημένη, neuter κατηγορημένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | κατηγορημένος (katigoriménos) | κατηγορημένη (katigoriméni) | κατηγορημένο (katigoriméno) | κατηγορημένοι (katigoriménoi) | κατηγορημένες (katigoriménes) | κατηγορημένα (katigoriména) | |
genitive | κατηγορημένου (katigoriménou) | κατηγορημένης (katigoriménis) | κατηγορημένου (katigoriménou) | κατηγορημένων (katigoriménon) | κατηγορημένων (katigoriménon) | κατηγορημένων (katigoriménon) | |
accusative | κατηγορημένο (katigoriméno) | κατηγορημένη (katigoriméni) | κατηγορημένο (katigoriméno) | κατηγορημένους (katigoriménous) | κατηγορημένες (katigoriménes) | κατηγορημένα (katigoriména) | |
vocative | κατηγορημένε (katigoriméne) | κατηγορημένη (katigoriméni) | κατηγορημένο (katigoriméno) | κατηγορημένοι (katigoriménoi) | κατηγορημένες (katigoriménes) | κατηγορημένα (katigoriména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κατηγορημένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κατηγορημένος, etc.)