Perfect participle of κλείνομαι (kleínomai), passive voice of κλείνω (kleíno). Also see κεκλεισμένος.
κλεισμένος • (kleisménos) m (feminine κλεισμένη, neuter κλεισμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κλεισμένος • | κλεισμένη • | κλεισμένο • | κλεισμένοι • | κλεισμένες • | κλεισμένα • |
genitive | κλεισμένου • | κλεισμένης • | κλεισμένου • | κλεισμένων • | κλεισμένων • | κλεισμένων • |
accusative | κλεισμένο • | κλεισμένη • | κλεισμένο • | κλεισμένους • | κλεισμένες • | κλεισμένα • |
vocative | κλεισμένε • | κλεισμένη • | κλεισμένο • | κλεισμένοι • | κλεισμένες • | κλεισμένα • |
and