Learnedly from κοινο- (koino-) + χρηστ(ός) (christ(ós)) + -ος (-os).[1]
κοινόχρηστος • (koinóchristos) m (feminine κοινόχρηστή, neuter κοινόχρηστό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | κοινόχρηστός (koinóchristós) | κοινόχρηστή (koinóchristí) | κοινόχρηστό (koinóchristó) | κοινόχρηστοί (koinóchristoí) | κοινόχρηστές (koinóchristés) | κοινόχρηστά (koinóchristá) | |
genitive | κοινόχρηστού (koinóchristoú) | κοινόχρηστής (koinóchristís) | κοινόχρηστού (koinóchristoú) | κοινόχρηστών (koinóchristón) | κοινόχρηστών (koinóchristón) | κοινόχρηστών (koinóchristón) | |
accusative | κοινόχρηστό (koinóchristó) | κοινόχρηστή (koinóchristí) | κοινόχρηστό (koinóchristó) | κοινόχρηστούς (koinóchristoús) | κοινόχρηστές (koinóchristés) | κοινόχρηστά (koinóchristá) | |
vocative | κοινόχρηστέ (koinóchristé) | κοινόχρηστή (koinóchristí) | κοινόχρηστό (koinóchristó) | κοινόχρηστοί (koinóchristoí) | κοινόχρηστές (koinóchristés) | κοινόχρηστά (koinóchristá) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κοινόχρηστος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κοινόχρηστος, etc.)