From modern κολυμπ(ώ) + -άω (-áo). Inherited from Byzantine Greek κολυμπῶ (kolumpô), from Koine Greek κολυμβῶ (kolumbô) pronounced with , uncontracted form of κολυμβάω (kolumbáō, “ancient sense: dive”),[1] said by Beekes to be a denominative verbal derivation of κόλυμβος (kólumbos, “diver, little grebe”).
κολυμπάω • (kolympáo) / κολυμπώ (imperfect κολυμπούσα/κολύμπαγα, past κολύμπησα) (passive forms rare: κολυμπιέμαι (kolympiémai))
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | κολυμπάω, κολυμπώ | κολυμπήσω | κολυμπιέμαι | κολυμπηθώ |
2 sg | κολυμπάς | κολυμπήσεις | κολυμπιέσαι | κολυμπηθείς |
3 sg | κολυμπάει, κολυμπά | κολυμπήσει | κολυμπιέται | κολυμπηθεί |
1 pl | κολυμπάμε, κολυμπούμε | κολυμπήσουμε, [‑ομε] | κολυμπιόμαστε | κολυμπηθούμε |
2 pl | κολυμπάτε | κολυμπήσετε | κολυμπιέστε, (‑ιόσαστε) | κολυμπηθείτε |
3 pl | κολυμπάνε, κολυμπάν, κολυμπούν(ε) | κολυμπήσουν(ε) | κολυμπιούνται, (‑ιόνται) | κολυμπηθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | κολυμπούσα, κολύμπαγα | κολύμπησα | κολυμπιόμουν(α) | κολυμπήθηκα |
2 sg | κολυμπούσες, κολύμπαγες | κολύμπησες | κολυμπιόσουν(α) | κολυμπήθηκες |
3 sg | κολυμπούσε, κολύμπαγε | κολύμπησε | κολυμπιόταν(ε) | κολυμπήθηκε |
1 pl | κολυμπούσαμε, κολυμπάγαμε | κολυμπήσαμε | κολυμπιόμασταν, (‑ιόμαστε) | κολυμπηθήκαμε |
2 pl | κολυμπούσατε, κολυμπάγατε | κολυμπήσατε | κολυμπιόσασταν, (‑ιόσαστε) | κολυμπηθήκατε |
3 pl | κολυμπούσαν(ε), κολύμπαγαν, (κολυμπάγανε) | κολύμπησαν, κολυμπήσαν(ε) | κολυμπιόνταν(ε), κολυμπιόντουσαν, κολυμπιούνταν | κολυμπήθηκαν, κολυμπηθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα κολυμπάω, θα κολυμπώ ➤ | θα κολυμπήσω ➤ | θα κολυμπιέμαι ➤ | θα κολυμπηθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα κολυμπάς, … | θα κολυμπήσεις, … | θα κολυμπιέσαι, … | θα κολυμπηθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … κολυμπήσει έχω, έχεις, … κολυμπημένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … κολυμπηθεί είμαι, είσαι, … κολυμπημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … κολυμπήσει είχα, είχες, … κολυμπημένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … κολυμπηθεί ήμουν, ήσουν, … κολυμπημένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … κολυμπήσει θα έχω, θα έχεις, … κολυμπημένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … κολυμπηθεί θα είμαι, θα είσαι, … κολυμπημένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | κολύμπα, κολύμπαγε | κολύμπησε, κολύμπα | — | κολυμπήσου |
2 pl | κολυμπάτε | κολυμπήστε | κολυμπιέστε | κολυμπηθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | κολυμπώντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας κολυμπήσει ➤ | κολυμπημένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | κολυμπήσει | κολυμπηθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• All passive forms are rare. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||