Stem κουράσ- (kourás-, “from verb κουράζω (kourázo)”) + -τικός (-tikós)
κουραστικός • (kourastikós) m (feminine κουραστική, neuter κουραστικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κουραστικός • | κουραστική • | κουραστικό • | κουραστικοί • | κουραστικές • | κουραστικά • |
genitive | κουραστικού • | κουραστικής • | κουραστικού • | κουραστικών • | κουραστικών • | κουραστικών • |
accusative | κουραστικό • | κουραστική • | κουραστικό • | κουραστικούς • | κουραστικές • | κουραστικά • |
vocative | κουραστικέ • | κουραστική • | κουραστικό • | κουραστικοί • | κουραστικές • | κουραστικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κουραστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κουραστικός, etc.) |