Perfect participle of κράζομαι (krázomai), passive voice of κράζω (“to caw”).
κραγμένος • (kragménos) m (feminine κραγμένη, neuter κραγμένο) (chiefly used adjectivally)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κραγμένος • | κραγμένη • | κραγμένο • | κραγμένοι • | κραγμένες • | κραγμένα • |
genitive | κραγμένου • | κραγμένης • | κραγμένου • | κραγμένων • | κραγμένων • | κραγμένων • |
accusative | κραγμένο • | κραγμένη • | κραγμένο • | κραγμένους • | κραγμένες • | κραγμένα • |
vocative | κραγμένε • | κραγμένη • | κραγμένο • | κραγμένοι • | κραγμένες • | κραγμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κραγμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κραγμένος, etc.) |