κτῆνος (ktênos, “beast, ox or sheep”) + -βάτης (-bátēs, “suffix from verb βαίνω”).
κτηνοβᾰ́της • (ktēnobắtēs) m (genitive κτηνοβᾰ́του); first declension (Koine)
Case / # | Singular | Dual | Plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Nominative | ὁ κτηνοβᾰ́της ho ktēnobắtēs |
τὼ κτηνοβᾰ́τᾱ tṑ ktēnobắtā |
οἱ κτηνοβᾰ́ται hoi ktēnobắtai | ||||||||||
Genitive | τοῦ κτηνοβᾰ́του toû ktēnobắtou |
τοῖν κτηνοβᾰ́ταιν toîn ktēnobắtain |
τῶν κτηνοβᾰτῶν tôn ktēnobătôn | ||||||||||
Dative | τῷ κτηνοβᾰ́τῃ tôi ktēnobắtēi |
τοῖν κτηνοβᾰ́ταιν toîn ktēnobắtain |
τοῖς κτηνοβᾰ́ταις toîs ktēnobắtais | ||||||||||
Accusative | τὸν κτηνοβᾰ́την tòn ktēnobắtēn |
τὼ κτηνοβᾰ́τᾱ tṑ ktēnobắtā |
τοὺς κτηνοβᾰ́τᾱς toùs ktēnobắtās | ||||||||||
Vocative | κτηνοβᾰ́τᾰ ktēnobắtă |
κτηνοβᾰ́τᾱ ktēnobắtā |
κτηνοβᾰ́ται ktēnobắtai | ||||||||||
Notes: |
|
From Koine Greek κτηνοβάτης (ktēnobátēs), from κτῆνος (ktênos, “animal”) + -βάτης (-bátēs), from verb βαίνω (baínō, “to mount”).
κτηνοβάτης • (ktinovátis) m (plural κτηνοβάτες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κτηνοβάτης (ktinovátis) | κτηνοβάτες (ktinovátes) |
genitive | κτηνοβάτη (ktinováti) | κτηνοβατών (ktinovatón) |
accusative | κτηνοβάτη (ktinováti) | κτηνοβάτες (ktinovátes) |
vocative | κτηνοβάτη (ktinováti) | κτηνοβάτες (ktinovátes) |