Perfect participle of κυνηγιέμαι (kynigiémai), passive voice of κυνηγάω / κυνηγώ (“to hunt”).
κυνηγημένος • (kynigiménos) m (feminine κυνηγημένη, neuter κυνηγημένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κυνηγημένος • | κυνηγημένη • | κυνηγημένο • | κυνηγημένοι • | κυνηγημένες • | κυνηγημένα • |
genitive | κυνηγημένου • | κυνηγημένης • | κυνηγημένου • | κυνηγημένων • | κυνηγημένων • | κυνηγημένων • |
accusative | κυνηγημένο • | κυνηγημένη • | κυνηγημένο • | κυνηγημένους • | κυνηγημένες • | κυνηγημένα • |
vocative | κυνηγημένε • | κυνηγημένη • | κυνηγημένο • | κυνηγημένοι • | κυνηγημένες • | κυνηγημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κυνηγημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κυνηγημένος, etc.) |