declension of λευκώλενος; λευκώλενον (Epic) “λευκώλενος”, in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press “λευκώλενος”, in Liddell...
(leûkos) λευκότης (leukótēs) λευκόχροος (leukókhroos) λευκόω (leukóō) λευκώλενος (leukṓlenos) ξᾰνθόλευκος (xanthóleukos) ⇒ English: leucodermic, leukemia...
δεκάτῃ δ’ ἀγορὴν δὲ καλέσσατο λαὸν Ἀχιλλεύς: / τῷ γὰρ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεὰ λευκώλενος Ἥρη: / κήδετο γὰρ Δαναῶν, ὅτι ῥα θνήσκοντας ὁρᾶτο. / οἳ δ’ ἐπεὶ οὖν ἤγερθεν...