ματοβαμμένος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ματοβαμμένος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ματοβαμμένος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ματοβαμμένος in singular and plural. Everything you need to know about the word ματοβαμμένος you have here. The definition of the word ματοβαμμένος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofματοβαμμένος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Alternative forms

Etymology

From αιματοβαμμένος (aimatovamménos) by aphesis.

Pronunciation

  • IPA(key): /ma.to.vaˈme.nos/
  • Hyphenation: μα‧το‧βαμ‧μέ‧νος

Participle

ματοβαμμένος (matovamménosm (feminine ματοβαμμένη, neuter ματοβαμμένο)

  1. (colloquial) Alternative form of αιματοβαμμένος (aimatovamménos)

Declension

Declension of ματοβαμμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ματοβαμμένος (matovamménos) ματοβαμμένη (matovamméni) ματοβαμμένο (matovamméno) ματοβαμμένοι (matovamménoi) ματοβαμμένες (matovamménes) ματοβαμμένα (matovamména)
genitive ματοβαμμένου (matovamménou) ματοβαμμένης (matovamménis) ματοβαμμένου (matovamménou) ματοβαμμένων (matovamménon) ματοβαμμένων (matovamménon) ματοβαμμένων (matovamménon)
accusative ματοβαμμένο (matovamméno) ματοβαμμένη (matovamméni) ματοβαμμένο (matovamméno) ματοβαμμένους (matovamménous) ματοβαμμένες (matovamménes) ματοβαμμένα (matovamména)
vocative ματοβαμμένε (matovamméne) ματοβαμμένη (matovamméni) ματοβαμμένο (matovamméno) ματοβαμμένοι (matovamménoi) ματοβαμμένες (matovamménes) ματοβαμμένα (matovamména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ματοβαμμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ματοβαμμένος, etc.)