From αιματοβαμμένος (aimatovamménos) by aphesis.
ματοβαμμένος • (matovamménos) m (feminine ματοβαμμένη, neuter ματοβαμμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ματοβαμμένος (matovamménos) | ματοβαμμένη (matovamméni) | ματοβαμμένο (matovamméno) | ματοβαμμένοι (matovamménoi) | ματοβαμμένες (matovamménes) | ματοβαμμένα (matovamména) | |
genitive | ματοβαμμένου (matovamménou) | ματοβαμμένης (matovamménis) | ματοβαμμένου (matovamménou) | ματοβαμμένων (matovamménon) | ματοβαμμένων (matovamménon) | ματοβαμμένων (matovamménon) | |
accusative | ματοβαμμένο (matovamméno) | ματοβαμμένη (matovamméni) | ματοβαμμένο (matovamméno) | ματοβαμμένους (matovamménous) | ματοβαμμένες (matovamménes) | ματοβαμμένα (matovamména) | |
vocative | ματοβαμμένε (matovamméne) | ματοβαμμένη (matovamméni) | ματοβαμμένο (matovamméno) | ματοβαμμένοι (matovamménoi) | ματοβαμμένες (matovamménes) | ματοβαμμένα (matovamména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ματοβαμμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ματοβαμμένος, etc.)