αιματο- (aimato-, “blood”) + βαμμένος (vamménos, “painted”), perfect participle of βάφομαι (váfomai), passive voice of βάφω (váfo, “to paint”).
Perfect participle of αιματοβάφομαι (aimatováfomai), passive voice of αιματοβάφω (aimatováfo).
αιματοβαμμένος • (aimatovamménos) m (feminine αιματοβαμμένη, neuter αιματοβαμμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αιματοβαμμένος (aimatovamménos) | αιματοβαμμένη (aimatovamméni) | αιματοβαμμένο (aimatovamméno) | αιματοβαμμένοι (aimatovamménoi) | αιματοβαμμένες (aimatovamménes) | αιματοβαμμένα (aimatovamména) | |
genitive | αιματοβαμμένου (aimatovamménou) | αιματοβαμμένης (aimatovamménis) | αιματοβαμμένου (aimatovamménou) | αιματοβαμμένων (aimatovamménon) | αιματοβαμμένων (aimatovamménon) | αιματοβαμμένων (aimatovamménon) | |
accusative | αιματοβαμμένο (aimatovamméno) | αιματοβαμμένη (aimatovamméni) | αιματοβαμμένο (aimatovamméno) | αιματοβαμμένους (aimatovamménous) | αιματοβαμμένες (aimatovamménes) | αιματοβαμμένα (aimatovamména) | |
vocative | αιματοβαμμένε (aimatovamméne) | αιματοβαμμένη (aimatovamméni) | αιματοβαμμένο (aimatovamméno) | αιματοβαμμένοι (aimatovamménoi) | αιματοβαμμένες (aimatovamménes) | αιματοβαμμένα (aimatovamména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αιματοβαμμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αιματοβαμμένος, etc.)