μελωδικός • (melodikós) m (feminine μελωδική, neuter μελωδικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μελωδικός (melodikós) | μελωδική (melodikí) | μελωδικό (melodikó) | μελωδικοί (melodikoí) | μελωδικές (melodikés) | μελωδικά (melodiká) | |
genitive | μελωδικού (melodikoú) | μελωδικής (melodikís) | μελωδικού (melodikoú) | μελωδικών (melodikón) | μελωδικών (melodikón) | μελωδικών (melodikón) | |
accusative | μελωδικό (melodikó) | μελωδική (melodikí) | μελωδικό (melodikó) | μελωδικούς (melodikoús) | μελωδικές (melodikés) | μελωδικά (melodiká) | |
vocative | μελωδικέ (melodiké) | μελωδική (melodikí) | μελωδικό (melodikó) | μελωδικοί (melodikoí) | μελωδικές (melodikés) | μελωδικά (melodiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μελωδικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μελωδικός, etc.)
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μελωδικότερος (melodikóteros) | μελωδικότερη (melodikóteri) | μελωδικότερο (melodikótero) | μελωδικότεροι (melodikóteroi) | μελωδικότερες (melodikóteres) | μελωδικότερα (melodikótera) |
genitive | μελωδικότερου (melodikóterou) | μελωδικότερης (melodikóteris) | μελωδικότερου (melodikóterou) | μελωδικότερων (melodikóteron) | μελωδικότερων (melodikóteron) | μελωδικότερων (melodikóteron) |
accusative | μελωδικότερο (melodikótero) | μελωδικότερη (melodikóteri) | μελωδικότερο (melodikótero) | μελωδικότερους (melodikóterous) | μελωδικότερες (melodikóteres) | μελωδικότερα (melodikótera) |
vocative | μελωδικότερε (melodikótere) | μελωδικότερη (melodikóteri) | μελωδικότερο (melodikótero) | μελωδικότεροι (melodikóteroi) | μελωδικότερες (melodikóteres) | μελωδικότερα (melodikótera) |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο μελωδικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μελωδικότατος (melodikótatos) | μελωδικότατη (melodikótati) | μελωδικότατο (melodikótato) | μελωδικότατοι (melodikótatoi) | μελωδικότατες (melodikótates) | μελωδικότατα (melodikótata) |
genitive | μελωδικότατου (melodikótatou) | μελωδικότατης (melodikótatis) | μελωδικότατου (melodikótatou) | μελωδικότατων (melodikótaton) | μελωδικότατων (melodikótaton) | μελωδικότατων (melodikótaton) |
accusative | μελωδικότατο (melodikótato) | μελωδικότατη (melodikótati) | μελωδικότατο (melodikótato) | μελωδικότατους (melodikótatous) | μελωδικότατες (melodikótates) | μελωδικότατα (melodikótata) |
vocative | μελωδικότατε (melodikótate) | μελωδικότατη (melodikótati) | μελωδικότατο (melodikótato) | μελωδικότατοι (melodikótatoi) | μελωδικότατες (melodikótates) | μελωδικότατα (melodikótata) |