τραγουδιστός • (tragoudistós) m (feminine τραγουδιστή, neuter τραγουδιστό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | τραγουδιστός (tragoudistós) | τραγουδιστή (tragoudistí) | τραγουδιστό (tragoudistó) | τραγουδιστοί (tragoudistoí) | τραγουδιστές (tragoudistés) | τραγουδιστά (tragoudistá) | |
genitive | τραγουδιστού (tragoudistoú) | τραγουδιστής (tragoudistís) | τραγουδιστού (tragoudistoú) | τραγουδιστών (tragoudistón) | τραγουδιστών (tragoudistón) | τραγουδιστών (tragoudistón) | |
accusative | τραγουδιστό (tragoudistó) | τραγουδιστή (tragoudistí) | τραγουδιστό (tragoudistó) | τραγουδιστούς (tragoudistoús) | τραγουδιστές (tragoudistés) | τραγουδιστά (tragoudistá) | |
vocative | τραγουδιστέ (tragoudisté) | τραγουδιστή (tragoudistí) | τραγουδιστό (tragoudistó) | τραγουδιστοί (tragoudistoí) | τραγουδιστές (tragoudistés) | τραγουδιστά (tragoudistá) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τραγουδιστός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τραγουδιστός, etc.)