From μένος (ménos) + εἰκώς (eikṓs) + -ής (-ḗs).
μενοεικής • (menoeikḗs) m or f (neuter μενοεικές); third declension
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | Masculine / Feminine | Neuter | ||||||||
Nominative | μενοεικής menoeikḗs |
μενοεικές menoeikés |
μενοεικεῖ / μενοεικέε menoeikeî / menoeikée |
μενοεικεῖ / μενοεικέε menoeikeî / menoeikée |
μενοεικεῖς / μενοεικέες menoeikeîs / menoeikées |
μενοεικέᾰ menoeikéă | ||||||||
Genitive | μενοεικέος / μενοεικεῦς menoeikéos / menoeikeûs |
μενοεικέος / μενοεικεῦς menoeikéos / menoeikeûs |
μενοεικοῖν menoeikoîn |
μενοεικοῖν menoeikoîn |
μενοεικέων menoeikéōn |
μενοεικέων menoeikéōn | ||||||||
Dative | μενοεικεῖ / μενοεικέῐ̈ menoeikeî / menoeikéĭ̈ |
μενοεικεῖ / μενοεικέῐ̈ menoeikeî / menoeikéĭ̈ |
μενοεικοῖν menoeikoîn |
μενοεικοῖν menoeikoîn |
μενοεικέσῐ / μενοεικέσῐν menoeikésĭ(n) |
μενοεικέσῐ / μενοεικέσῐν menoeikésĭ(n) | ||||||||
Accusative | μενοεικέᾰ menoeikéă |
μενοεικές menoeikés |
μενοεικεῖ / μενοεικέε menoeikeî / menoeikée |
μενοεικεῖ / μενοεικέε menoeikeî / menoeikée |
μενοεικέᾰς menoeikéăs |
μενοεικέᾰ menoeikéă | ||||||||
Vocative | μενοεικές menoeikés |
μενοεικές menoeikés |
μενοεικεῖ / μενοεικέε menoeikeî / menoeikée |
μενοεικεῖ / μενοεικέε menoeikeî / menoeikée |
μενοεικεῖς / μενοεικέες menoeikeîs / menoeikées |
μενοεικέᾰ menoeikéă | ||||||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | |||||||||||
μενοεικέως menoeikéōs |
μενοεικέστερος menoeikésteros |
μενοεικέστᾰτος menoeikéstătos | ||||||||||||
Notes: |
|