From μεσημέρι (mesiméri, “midday”).
μεσημβρινός • (mesimvrinós) m (feminine μεσημβρινή, neuter μεσημβρινό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μεσημβρινός (mesimvrinós) | μεσημβρινή (mesimvriní) | μεσημβρινό (mesimvrinó) | μεσημβρινοί (mesimvrinoí) | μεσημβρινές (mesimvrinés) | μεσημβρινά (mesimvriná) | |
genitive | μεσημβρινού (mesimvrinoú) | μεσημβρινής (mesimvrinís) | μεσημβρινού (mesimvrinoú) | μεσημβρινών (mesimvrinón) | μεσημβρινών (mesimvrinón) | μεσημβρινών (mesimvrinón) | |
accusative | μεσημβρινό (mesimvrinó) | μεσημβρινή (mesimvriní) | μεσημβρινό (mesimvrinó) | μεσημβρινούς (mesimvrinoús) | μεσημβρινές (mesimvrinés) | μεσημβρινά (mesimvriná) | |
vocative | μεσημβρινέ (mesimvriné) | μεσημβρινή (mesimvriní) | μεσημβρινό (mesimvrinó) | μεσημβρινοί (mesimvrinoí) | μεσημβρινές (mesimvrinés) | μεσημβρινά (mesimvriná) |
μεσημβρινός • (mesimvrinós) m (plural μεσημβρινοί)