μεταγλωττισμένος • (metaglottisménos) m (feminine μεταγλωττισμένη, neuter μεταγλωττισμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μεταγλωττισμένος (metaglottisménos) | μεταγλωττισμένη (metaglottisméni) | μεταγλωττισμένο (metaglottisméno) | μεταγλωττισμένοι (metaglottisménoi) | μεταγλωττισμένες (metaglottisménes) | μεταγλωττισμένα (metaglottisména) | |
genitive | μεταγλωττισμένου (metaglottisménou) | μεταγλωττισμένης (metaglottisménis) | μεταγλωττισμένου (metaglottisménou) | μεταγλωττισμένων (metaglottisménon) | μεταγλωττισμένων (metaglottisménon) | μεταγλωττισμένων (metaglottisménon) | |
accusative | μεταγλωττισμένο (metaglottisméno) | μεταγλωττισμένη (metaglottisméni) | μεταγλωττισμένο (metaglottisméno) | μεταγλωττισμένους (metaglottisménous) | μεταγλωττισμένες (metaglottisménes) | μεταγλωττισμένα (metaglottisména) | |
vocative | μεταγλωττισμένε (metaglottisméne) | μεταγλωττισμένη (metaglottisméni) | μεταγλωττισμένο (metaglottisméno) | μεταγλωττισμένοι (metaglottisménoi) | μεταγλωττισμένες (metaglottisménes) | μεταγλωττισμένα (metaglottisména) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μεταγλωττισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μεταγλωττισμένος, etc.)