Hello, you have come here looking for the meaning of the word
μεταγλωττίζω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
μεταγλωττίζω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
μεταγλωττίζω in singular and plural. Everything you need to know about the word
μεταγλωττίζω you have here. The definition of the word
μεταγλωττίζω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
μεταγλωττίζω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learned borrowing from Byzantine Greek μεταγλωττίζω (metaglōttízō, “to translate”), from μετα- (meta-) + Attic Greek γλώττ(α) (glṓtt(a)) + -ίζω (-ízo).[1]
Pronunciation
- IPA(key): /me.ta.ɣloˈti.zo/
- Hyphenation: με‧τα‧γλωτ‧τί‧ζω
Verb
μεταγλωττίζω • (metaglottízo) (past μεταγλώττισα, passive μεταγλωττίζομαι, p‑past μεταγλωττίστηκα, ppp μεταγλωττισμένος)
- (transitive) to dub (replace the soundtrack of a film with a translation)
Conjugation
μεταγλωττίζω μεταγλωττίζομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
μεταγλωττίζω
|
μεταγλωττίσω
|
μεταγλωττίζομαι
|
μεταγλωττιστώ
|
2 sg
|
μεταγλωττίζεις
|
μεταγλωττίσεις
|
μεταγλωττίζεσαι
|
μεταγλωττιστείς
|
3 sg
|
μεταγλωττίζει
|
μεταγλωττίσει
|
μεταγλωττίζεται
|
μεταγλωττιστεί
|
|
1 pl
|
μεταγλωττίζουμε, [‑ομε]
|
μεταγλωττίσουμε, [‑ομε]
|
μεταγλωττιζόμαστε
|
μεταγλωττιστούμε
|
2 pl
|
μεταγλωττίζετε
|
μεταγλωττίσετε
|
μεταγλωττίζεστε, μεταγλωττιζόσαστε
|
μεταγλωττιστείτε
|
3 pl
|
μεταγλωττίζουν(ε)
|
μεταγλωττίσουν(ε)
|
μεταγλωττίζονται
|
μεταγλωττιστούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
μεταγλώττιζα
|
μεταγλώττισα
|
μεταγλωττιζόμουν(α)
|
μεταγλωττίστηκα
|
2 sg
|
μεταγλώττιζες
|
μεταγλώττισες
|
μεταγλωττιζόσουν(α)
|
μεταγλωττίστηκες
|
3 sg
|
μεταγλώττιζε
|
μεταγλώττισε
|
μεταγλωττιζόταν(ε)
|
μεταγλωττίστηκε
|
|
1 pl
|
μεταγλωττίζαμε
|
μεταγλωττίσαμε
|
μεταγλωττιζόμασταν, (‑όμαστε)
|
μεταγλωττιστήκαμε
|
2 pl
|
μεταγλωττίζατε
|
μεταγλωττίσατε
|
μεταγλωττιζόσασταν, (‑όσαστε)
|
μεταγλωττιστήκατε
|
3 pl
|
μεταγλώττιζαν, μεταγλωττίζαν(ε)
|
μεταγλώττισαν, μεταγλωττίσαν(ε)
|
μεταγλωττίζονταν, (μεταγλωττιζόντουσαν)
|
μεταγλωττίστηκαν, μεταγλωττιστήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα μεταγλωττίζω ➤
|
θα μεταγλωττίσω ➤
|
θα μεταγλωττίζομαι ➤
|
θα μεταγλωττιστώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα μεταγλωττίζεις, …
|
θα μεταγλωττίσεις, …
|
θα μεταγλωττίζεσαι, …
|
θα μεταγλωττιστείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … μεταγλωττίσει έχω, έχεις, … μεταγλωττισμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … μεταγλωττιστεί είμαι, είσαι, … μεταγλωττισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … μεταγλωττίσει είχα, είχες, … μεταγλωττισμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … μεταγλωττιστεί ήμουν, ήσουν, … μεταγλωττισμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … μεταγλωττίσει θα έχω, θα έχεις, … μεταγλωττισμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … μεταγλωττιστεί θα είμαι, θα είσαι, … μεταγλωττισμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
μεταγλώττιζε
|
μεταγλώττισε
|
—
|
μεταγλωττίσου
|
2 pl
|
μεταγλωττίζετε
|
μεταγλωττίστε
|
μεταγλωττίζεστε
|
μεταγλωττιστείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
μεταγλωττίζοντας ➤
|
μεταγλωττιζόμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας μεταγλωττίσει ➤
|
μεταγλωττισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
μεταγλωττίσει
|
μεταγλωττιστεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Derived terms
References