From μεταφύομαι (metaphúomai, “to become by change”) + -ικός (-ikós)
μεταφυσικός • (metaphusikós) m (feminine μεταφυσική, neuter μεταφυσικόν); first/second declension (Byzantine)
Number | Singular | Plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | ||
Nominative | μεταφυσικός metaphusikós |
μεταφυσική metaphusikḗ |
μεταφυσικόν metaphusikón |
μεταφυσικοί metaphusikoí |
μεταφυσικαί metaphusikaí |
μεταφυσικᾰ́ metaphusikắ | ||
Genitive | μεταφυσικοῦ metaphusikoû |
μεταφυσικῆς metaphusikês |
μεταφυσικοῦ metaphusikoû |
μεταφυσικῶν metaphusikôn |
μεταφυσικῶν metaphusikôn |
μεταφυσικῶν metaphusikôn | ||
Dative | μεταφυσικῷ metaphusikôi |
μεταφυσικῇ metaphusikêi |
μεταφυσικῷ metaphusikôi |
μεταφυσικοῖς metaphusikoîs |
μεταφυσικαῖς metaphusikaîs |
μεταφυσικοῖς metaphusikoîs | ||
Accusative | μεταφυσικόν metaphusikón |
μεταφυσικήν metaphusikḗn |
μεταφυσικόν metaphusikón |
μεταφυσικούς metaphusikoús |
μεταφυσικᾱ́ς metaphusikā́s |
μεταφυσικᾰ́ metaphusikắ | ||
Vocative | μεταφυσικέ metaphusiké |
μεταφυσική metaphusikḗ |
μεταφυσικόν metaphusikón |
μεταφυσικοί metaphusikoí |
μεταφυσικαί metaphusikaí |
μεταφυσικᾰ́ metaphusikắ |