μέτριο(ς) (métrio(s)) + -της (-tēs)
μετριότης • (metriótēs) f (genitive μετριότητος); third declension
Case / # | Singular | Dual | Plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Nominative | ἡ μετριότης hē metriótēs |
τὼ μετριότητε tṑ metriótēte |
αἱ μετριότητες hai metriótētes | ||||||||||
Genitive | τῆς μετριότητος tês metriótētos |
τοῖν μετριοτήτοιν toîn metriotḗtoin |
τῶν μετριοτήτων tôn metriotḗtōn | ||||||||||
Dative | τῇ μετριότητῐ têi metriótēti |
τοῖν μετριοτήτοιν toîn metriotḗtoin |
ταῖς μετριότησῐ / μετριότησῐν taîs metriótēsi(n) | ||||||||||
Accusative | τὴν μετριότητᾰ tḕn metriótēta |
τὼ μετριότητε tṑ metriótēte |
τᾱ̀ς μετριότητᾰς tā̀s metriótētas | ||||||||||
Vocative | μετριότης metriótēs |
μετριότητε metriótēte |
μετριότητες metriótētes | ||||||||||
Notes: |
|