Learnedly from the μολυσματ- stem of μόλυσμα (mólysma) + -ικός (-ikós), adapted to the meaning of μόλυνση (mólynsi, “infection”).[1]
μολυσματικός • (molysmatikós) m (feminine μολυσματική, neuter μολυσματικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | μολυσματικός (molysmatikós) | μολυσματική (molysmatikí) | μολυσματικό (molysmatikó) | μολυσματικοί (molysmatikoí) | μολυσματικές (molysmatikés) | μολυσματικά (molysmatiká) | |
genitive | μολυσματικού (molysmatikoú) | μολυσματικής (molysmatikís) | μολυσματικού (molysmatikoú) | μολυσματικών (molysmatikón) | μολυσματικών (molysmatikón) | μολυσματικών (molysmatikón) | |
accusative | μολυσματικό (molysmatikó) | μολυσματική (molysmatikí) | μολυσματικό (molysmatikó) | μολυσματικούς (molysmatikoús) | μολυσματικές (molysmatikés) | μολυσματικά (molysmatiká) | |
vocative | μολυσματικέ (molysmatiké) | μολυσματική (molysmatikí) | μολυσματικό (molysmatikó) | μολυσματικοί (molysmatikoí) | μολυσματικές (molysmatikés) | μολυσματικά (molysmatiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μολυσματικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μολυσματικός, etc.)