Hello, you have come here looking for the meaning of the word
οικονομάω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
οικονομάω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
οικονομάω in singular and plural. Everything you need to know about the word
οικονομάω you have here. The definition of the word
οικονομάω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
οικονομάω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /i.ko.noˈma.o/
- Hyphenation: οι‧κο‧νο‧μά‧ω
Verb
οικονομάω • (oikonomáo) (past οικονόμησα, passive οικονομιέμαι, p‑past οικονομήθηκα, ppp οικονομημένος)
- (informal) to get (money, supplies, work, etc)
- Οικονόμησα καλά λεφτά απ' τη δουλίτσα αυτή! ― Oikonómisa kalá leftá ap' ti doulítsa aftí! ― Got some good money from this little job!
- Πού τα κονόμησες τόσα λεφτά; ― Poú ta konómises tósa leftá? ― Where did you get all that money?
- and see: οικονομώ (oikonomó):
- to save (money, time, space, etc)
- Synonyms: εξοικονομώ (exoikonomó), αποταμιέυω (apotamiéyo)
- to economise (UK), economize (US) in general
- (less frequent) to economies elsewhere have enabled extra expenditure
Στη νέα έκδοση του βιβλίου έχουν οικονομηθεί επιπλέον πληροφορίες και παραρτήματα.- Sti néa ékdosi tou vivlíou échoun oikonomitheí epipléon pliroforíes kai parartímata.
- With the new edition of the book extra information and appendices have been included (in adequate space).
Usage notes
- Colloquial or vernacular use, often drοpping the initial vowel: κονομάω (konomáo).
- Also, a more formal version of endings of οικονομώ (oikonomó).
Conjugation
οικονομάω / οικονομώ, οικονομιέμαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
οικονομάω (→ κονομάω1) & οικονομώ2
|
οικονομήσω
|
οικονομιέμαι
|
οικονομηθώ
|
2 sg
|
οικονομάς
|
οικονομήσεις
|
οικονομιέσαι
|
οικονομηθείς
|
3 sg
|
οικονομάει
|
οικονομήσει
|
οικονομιέται
|
οικονομηθεί
|
|
1 pl
|
οικονομάμε
|
οικονομήσουμε
|
οικονομιόμαστε
|
οικονομηθούμε
|
2 pl
|
οικονομάτε
|
οικονομήσετε
|
οικονομιέστε, (‑ιόσαστε)
|
οικονομηθείτε
|
3 pl
|
οικονομάvε, οικονομάν
|
οικονομήσουν(ε)
|
οικονομιούνται, (‑ιόνται)
|
οικονομηθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
οικονομούσα, οικονόμαγα
|
οικονόμησα
|
οικονομιόμουν(α)
|
οικονομήθηκα
|
2 sg
|
οικονομούσες, οικονόμαγες
|
οικονόμησες
|
οικονομιόσουν(α)
|
οικονομήθηκες
|
3 sg
|
οικονομούσε, οικονόμαγε
|
οικονόμησε
|
οικονομιόταν(ε)
|
οικονομήθηκε
|
|
1 pl
|
οικονομούσαμε, οικονομάγαμε
|
οικονομήσαμε
|
οικονομιόμασταν, (‑ιόμαστε)
|
οικονομηθήκαμε
|
2 pl
|
οικονομούσατε, οικονομάγατε
|
οικονομήσατε
|
οικονομιόσασταν, (‑ιόσαστε)
|
οικονομηθήκατε
|
3 pl
|
οικονομούσαν(ε), οικονόμαγαν, (οικονομάγανε)
|
οικονόμησαν, οικονομήσαν(ε)
|
οικονομιόνταν(ε), οικονομιόντουσαν, οικονομιούνταν
|
οικονομήθηκαν, οικονομηθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα οικονομάω, θα οικονομώ ➤
|
θα οικονομήσω ➤
|
θα οικονομιέμαι ➤
|
θα οικονομηθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα οικονομάς, …
|
θα οικονομήσεις, …
|
θα οικονομιέσαι, …
|
θα οικονομηθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … οικονομήσει έχω, έχεις, … οικονομημένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … οικονομηθεί είμαι, είσαι, … οικονομημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … οικονομήσει είχα, είχες, … οικονομημένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … οικονομηθεί ήμουν, ήσουν, … οικονομημένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … οικονομήσει θα έχω, θα έχεις, … οικονομημένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … οικονομηθεί θα είμαι, θα είσαι, … οικονομημένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
οικονόμα, οικονόμαγε
|
οικονόμησε, οικονόμα
|
—
|
οικονομήσου
|
2 pl
|
οικονομάτε
|
οικονομήστε
|
οικονομιέστε
|
οικονομηθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
οικονομώντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας οικονομήσει ➤
|
οικονομημένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
οικονομήσει
|
οικονομηθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. κονομάω, alternative form with identical conjugation. 2. οικονομώ, more formal conjugation, meaning "economise, save up". • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Expressions
- For non colloquial usage, see οικονομώ (oikonomó) with ending -είς, εί.
Further reading