ονειρικός • (oneirikós) m (feminine ονειρική, neuter ονειρικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ονειρικός • | ονειρική • | ονειρικό • | ονειρικοί • | ονειρικές • | ονειρικά • |
genitive | ονειρικού • | ονειρικής • | ονειρικού • | ονειρικών • | ονειρικών • | ονειρικών • |
accusative | ονειρικό • | ονειρική • | ονειρικό • | ονειρικούς • | ονειρικές • | ονειρικά • |
vocative | ονειρικέ • | ονειρική • | ονειρικό • | ονειρικοί • | ονειρικές • | ονειρικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ονειρικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ονειρικός, etc.) |