περιορισμένος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word περιορισμένος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word περιορισμένος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say περιορισμένος in singular and plural. Everything you need to know about the word περιορισμένος you have here. The definition of the word περιορισμένος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofπεριορισμένος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

Perfect participle of περιορίζομαι (periorízomai), passive voice of περιορίζω (periorízo).

Pronunciation

  • IPA(key): /pe.ɾi.o.ɾiˈzme.nos/
  • Hyphenation: πε‧ρι‧ο‧ρι‧σμέ‧νος

Participle

περιορισμένος (periorisménosm (feminine περιορισμένη, neuter περιορισμένο)

  1. limited

Declension

Declension of περιορισμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative περιορισμένος (periorisménos) περιορισμένη (periorisméni) περιορισμένο (periorisméno) περιορισμένοι (periorisménoi) περιορισμένες (periorisménes) περιορισμένα (periorisména)
genitive περιορισμένου (periorisménou) περιορισμένης (periorisménis) περιορισμένου (periorisménou) περιορισμένων (periorisménon) περιορισμένων (periorisménon) περιορισμένων (periorisménon)
accusative περιορισμένο (periorisméno) περιορισμένη (periorisméni) περιορισμένο (periorisméno) περιορισμένους (periorisménous) περιορισμένες (periorisménes) περιορισμένα (periorisména)
vocative περιορισμένε (periorisméne) περιορισμένη (periorisméni) περιορισμένο (periorisméno) περιορισμένοι (periorisménoi) περιορισμένες (periorisménes) περιορισμένα (periorisména)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο περιορισμένος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο περιορισμένος, etc.)

Derived terms