Perfect participle of περιορίζομαι (periorízomai), passive voice of περιορίζω (periorízo).
περιορισμένος • (periorisménos) m (feminine περιορισμένη, neuter περιορισμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | περιορισμένος • | περιορισμένη • | περιορισμένο • | περιορισμένοι • | περιορισμένες • | περιορισμένα • |
genitive | περιορισμένου • | περιορισμένης • | περιορισμένου • | περιορισμένων • | περιορισμένων • | περιορισμένων • |
accusative | περιορισμένο • | περιορισμένη • | περιορισμένο • | περιορισμένους • | περιορισμένες • | περιορισμένα • |
vocative | περιορισμένε • | περιορισμένη • | περιορισμένο • | περιορισμένοι • | περιορισμένες • | περιορισμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο περιορισμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο περιορισμένος, etc.) |