περιορίζω • (periorízo) (past περιόρισα, passive περιορίζομαι)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | περιορίζω | περιορίσω | περιορίζομαι | περιοριστώ |
2 sg | περιορίζεις | περιορίσεις | περιορίζεσαι | περιοριστείς |
3 sg | περιορίζει | περιορίσει | περιορίζεται | περιοριστεί |
1 pl | περιορίζουμε, [‑ομε] | περιορίσουμε, [‑ομε] | περιοριζόμαστε | περιοριστούμε |
2 pl | περιορίζετε | περιορίσετε | περιορίζεστε, περιοριζόσαστε | περιοριστείτε |
3 pl | περιορίζουν(ε) | περιορίσουν(ε) | περιορίζονται | περιοριστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | περιόριζα | περιόρισα | περιοριζόμουν(α) | περιορίστηκα |
2 sg | περιόριζες | περιόρισες | περιοριζόσουν(α) | περιορίστηκες |
3 sg | περιόριζε | περιόρισε | περιοριζόταν(ε) | περιορίστηκε |
1 pl | περιορίζαμε | περιορίσαμε | περιοριζόμασταν, (‑όμαστε) | περιοριστήκαμε |
2 pl | περιορίζατε | περιορίσατε | περιοριζόσασταν, (‑όσαστε) | περιοριστήκατε |
3 pl | περιόριζαν, περιορίζαν(ε) | περιόρισαν, περιορίσαν(ε) | περιορίζονταν, (περιοριζόντουσαν) | περιορίστηκαν, περιοριστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα περιορίζω ➤ | θα περιορίσω ➤ | θα περιορίζομαι ➤ | θα περιοριστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα περιορίζεις, … | θα περιορίσεις, … | θα περιορίζεσαι, … | θα περιοριστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … περιορίσει έχω, έχεις, … περιορισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … περιοριστεί είμαι, είσαι, … περιορισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … περιορίσει είχα, είχες, … περιορισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … περιοριστεί ήμουν, ήσουν, … περιορισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … περιορίσει θα έχω, θα έχεις, … περιορισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … περιοριστεί θα είμαι, θα είσαι, … περιορισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | περιόριζε | περιόρισε | — | περιορίσου |
2 pl | περιορίζετε | περιορίστε | περιορίζεστε | περιοριστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | περιορίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας περιορίσει ➤ | περιορισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | περιορίσει | περιοριστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||