Hello, you have come here looking for the meaning of the word
περιπλέκω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
περιπλέκω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
περιπλέκω in singular and plural. Everything you need to know about the word
περιπλέκω you have here. The definition of the word
περιπλέκω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
περιπλέκω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learnedly, from Ancient Greek περιπλέκω (periplékō, “twine, fold around”). By surface analysis, περι- (“around”) + πλέκω (“knit; intertwine”).
Pronunciation
- IPA(key): /pe.ɾiˈple.ko/
- Hyphenation: πε‧ρι‧πλέ‧κω
Verb
περιπλέκω • (peripléko) (past περιέπλεξα, passive περιπλέκομαι)
- to complicate
- to entangle
Conjugation
περιπλέκω περιπλέκομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
περιπλέκω
|
περιπλέξω
|
περιπλέκομαι
|
περιπλεχθώ, περιπλεχτώ
|
2 sg
|
περιπλέκεις
|
περιπλέξεις
|
περιπλέκεσαι
|
περιπλεχθείς, περιπλεχτείς
|
3 sg
|
περιπλέκει
|
περιπλέξει
|
περιπλέκεται
|
περιπλεχθεί, περιπλεχτεί
|
|
1 pl
|
περιπλέκουμε, [‑ομε]
|
περιπλέξουμε, [‑ομε]
|
περιπλεκόμαστε
|
περιπλεχθούμε, περιπλεχτούμε
|
2 pl
|
περιπλέκετε
|
περιπλέξετε
|
περιπλέκεστε, περιπλεκόσαστε
|
περιπλεχθείτε, περιπλεχτείτε
|
3 pl
|
περιπλέκουν(ε)
|
περιπλέξουν(ε)
|
περιπλέκονται
|
περιπλεχθούν(ε), περιπλεχτούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
περιέπλεκα
|
περιέπλεξα
|
περιπλεκόμουν(α)
|
περιπλέχθηκα, περιπλέχτηκα, [{περιεπλάκην}]1
|
2 sg
|
περιέπλεκες
|
περιέπλεξες
|
περιπλεκόσουν(α)
|
περιπλέχθηκες, περιπλέχτηκες, [{περιεπλάκης}]
|
3 sg
|
περιέπλεκε
|
περιέπλεξε
|
περιπλεκόταν(ε)
|
περιπλέχθηκε, περιπλέχτηκε, {περιεπλάκη}
|
|
1 pl
|
περιπλέκαμε
|
περιπλέξαμε
|
περιπλεκόμασταν, (‑όμαστε)
|
περιπλεχθήκαμε, περιπλεχτήκαμε, [{περιεπλάκημεν}]
|
2 pl
|
περιπλέκατε
|
περιπλέξατε
|
περιπλεκόσασταν, (‑όσαστε)
|
περιπλεχθήκατε, περιπλεχτήκατε, [{περιεπλάκητε}]
|
3 pl
|
περιέπλεκαν, περιπλέκαν(ε)
|
περιέπλεξαν, περιπλέξαν(ε)
|
περιπλέκονταν, (περιπλεκόντουσαν)
|
περιπλέχθηκαν, περιπλεχθήκαν[ε_, περιπλέχτηκαν, περιπλεχτήκαν(ε), {περιεπλάκησαν}
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα περιπλέκω ➤
|
θα περιπλέξω ➤
|
θα περιπλέκομαι ➤
|
θα περιπλεχθώ / περιπλεχτώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα περιπλέκεις, …
|
θα περιπλέξεις, …
|
θα περιπλέκεσαι, …
|
θα περιπλεχθείς / περιπλεχτείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … περιπλέξει
|
έχω, έχεις, … περιπλεχθεί / περιπλεχτεί είμαι, είσαι, … περιπλεγμένος, ‑η, ‑ο / περιπεπλεγμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … περιπλέξει
|
είχα, είχες, … περιπλεχθεί / περιπλεχτεί ήμουν, ήσουν, … περιπλεγμένος, ‑η, ‑ο / περιπεπλεγμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … περιπλέξει
|
θα έχω, θα έχεις, … περιπλεχθεί / περιπλεχτεί θα είμαι, θα είσαι, … περιπλεγμένος, ‑η, ‑ο / περιπεπλεγμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
περίπλεκε
|
περίπλεξε
|
—
|
—
|
2 pl
|
περιπλέκετε
|
περιπλέκετε
|
περιπλέκεστε
|
περιπλεχθείτε, περιπλεχτείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
περιπλέκοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας περιπλέξει ➤
|
περιπλεγμένος, ‑η, ‑o {περιπεπλεγμένος, ‑η, ‑o} ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
περιπλέξει
|
περιπλεχθεί, περιπλεχτεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. Passive forms ending with -ην are very formal, as in the ancient aorist περιεπλάκην from the conjugation of περιπλέκω. In Modern Greek, used in the 3rd persons (all persons included here, for reference). • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|