Learned borrowing from Ancient Greek περιττός (perittós), the Attic dialectal form of περισσός (perissós, “beyond, superfluous, (mathematics) odd”).[1]
περιττός • (perittós) m (feminine περιττή, neuter περιττό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | περιττός • | περιττή • | περιττό • | περιττοί • | περιττές • | περιττά • |
genitive | περιττού • | περιττής • | περιττού • | περιττών • | περιττών • | περιττών • |
accusative | περιττό • | περιττή • | περιττό • | περιττούς • | περιττές • | περιττά • |
vocative | περιττέ • | περιττή • | περιττό • | περιττοί • | περιττές • | περιττά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο περιττός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο περιττός, etc.) |