ποιοτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ποιοτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ποιοτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ποιοτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word ποιοτικός you have here. The definition of the word ποιοτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofποιοτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From ποιότης (poiótis) +‎ -ικός (-ikós). Calque of French qualitatif.

Adjective

ποιοτικός (poiotikósm (feminine ποιοτική, neuter ποιοτικό)

  1. qualitative
    ποιοτικός έλεγχος (quality control)
    Antonym: ποσοτικός (posotikós)
  2. of good quality

Declension

Declension of ποιοτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ποιοτικός (poiotikós) ποιοτική (poiotikí) ποιοτικό (poiotikó) ποιοτικοί (poiotikoí) ποιοτικές (poiotikés) ποιοτικά (poiotiká)
genitive ποιοτικού (poiotikoú) ποιοτικής (poiotikís) ποιοτικού (poiotikoú) ποιοτικών (poiotikón) ποιοτικών (poiotikón) ποιοτικών (poiotikón)
accusative ποιοτικό (poiotikó) ποιοτική (poiotikí) ποιοτικό (poiotikó) ποιοτικούς (poiotikoús) ποιοτικές (poiotikés) ποιοτικά (poiotiká)
vocative ποιοτικέ (poiotiké) ποιοτική (poiotikí) ποιοτικό (poiotikó) ποιοτικοί (poiotikoí) ποιοτικές (poiotikés) ποιοτικά (poiotiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ποιοτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ποιοτικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ποιοτικότερος (poiotikóteros) ποιοτικότερη (poiotikóteri) ποιοτικότερο (poiotikótero) ποιοτικότεροι (poiotikóteroi) ποιοτικότερες (poiotikóteres) ποιοτικότερα (poiotikótera)
genitive ποιοτικότερου (poiotikóterou) ποιοτικότερης (poiotikóteris) ποιοτικότερου (poiotikóterou) ποιοτικότερων (poiotikóteron) ποιοτικότερων (poiotikóteron) ποιοτικότερων (poiotikóteron)
accusative ποιοτικότερο (poiotikótero) ποιοτικότερη (poiotikóteri) ποιοτικότερο (poiotikótero) ποιοτικότερους (poiotikóterous) ποιοτικότερες (poiotikóteres) ποιοτικότερα (poiotikótera)
vocative ποιοτικότερε (poiotikótere) ποιοτικότερη (poiotikóteri) ποιοτικότερο (poiotikótero) ποιοτικότεροι (poiotikóteroi) ποιοτικότερες (poiotikóteres) ποιοτικότερα (poiotikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ποιοτικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ποιοτικότατος (poiotikótatos) ποιοτικότατη (poiotikótati) ποιοτικότατο (poiotikótato) ποιοτικότατοι (poiotikótatoi) ποιοτικότατες (poiotikótates) ποιοτικότατα (poiotikótata)
genitive ποιοτικότατου (poiotikótatou) ποιοτικότατης (poiotikótatis) ποιοτικότατου (poiotikótatou) ποιοτικότατων (poiotikótaton) ποιοτικότατων (poiotikótaton) ποιοτικότατων (poiotikótaton)
accusative ποιοτικότατο (poiotikótato) ποιοτικότατη (poiotikótati) ποιοτικότατο (poiotikótato) ποιοτικότατους (poiotikótatous) ποιοτικότατες (poiotikótates) ποιοτικότατα (poiotikótata)
vocative ποιοτικότατε (poiotikótate) ποιοτικότατη (poiotikótati) ποιοτικότατο (poiotikótato) ποιοτικότατοι (poiotikótatoi) ποιοτικότατες (poiotikótates) ποιοτικότατα (poiotikótata)

Further reading