Adjectival form of Πόλη (Póli), short for Κωνσταντινούπολη (Konstantinoúpoli)
πολίτικος • (polítikos) m (feminine πολίτικη, neuter πολίτικο)
The word is sometimes spelled with an initial capital, like the proper name Πόλη (Póli) it derives from.
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πολίτικος • | πολίτικη • | πολίτικο • | πολίτικοι • | πολίτικες • | πολίτικα • |
genitive | πολίτικου • | πολίτικης • | πολίτικου • | πολίτικων • | πολίτικων • | πολίτικων • |
accusative | πολίτικο • | πολίτικη • | πολίτικο • | πολίτικους • | πολίτικες • | πολίτικα • |
vocative | πολίτικε • | πολίτικη • | πολίτικο • | πολίτικοι • | πολίτικες • | πολίτικα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολίτικος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολίτικος, etc.) |