From Ancient Greek πολῐορκέω (poliorkéō, “to besiege, blockade”) (from πόλις (pólis, “city”) (ultimately from Proto-Indo-European *tpelH- (“city; fortification”)) + ἕρκος (hérkos, “enclosure; fence”) (ultimately from Proto-Indo-European *serḱ- (“to emend, make good, recompense”))) + -τῐκός (-tikós, suffix forming adjectives meaning ‘of or relating to’).
πολιορκητικός • (poliorkitikós) m (feminine πολιορκητική, neuter πολιορκητικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πολιορκητικός • | πολιορκητική • | πολιορκητικό • | πολιορκητικοί • | πολιορκητικές • | πολιορκητικά • |
genitive | πολιορκητικού • | πολιορκητικής • | πολιορκητικού • | πολιορκητικών • | πολιορκητικών • | πολιορκητικών • |
accusative | πολιορκητικό • | πολιορκητική • | πολιορκητικό • | πολιορκητικούς • | πολιορκητικές • | πολιορκητικά • |
vocative | πολιορκητικέ • | πολιορκητική • | πολιορκητικό • | πολιορκητικοί • | πολιορκητικές • | πολιορκητικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολιορκητικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολιορκητικός, etc.) |