Perfect participle of πολυαγαπιέμαι (polyagapiémai), passive voice of παλυαγαπάω (palyagapáo)/πολυαγαπώ (polyagapó, “love too much”). Morphologically, πολυ- (poly-, “very”) + αγαπημένος (agapiménos, “beloved”), passive perfect participle of αγαπάω (agapáo)/αγαπώ (agapó).[1]
πολυαγαπημένος • (polyagapiménos) m (feminine πολυαγαπημένη, neuter πολυαγαπημένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πολυαγαπημένος • | πολυαγαπημένη • | πολυαγαπημένο • | πολυαγαπημένοι • | πολυαγαπημένες • | πολυαγαπημένα • |
genitive | πολυαγαπημένου • | πολυαγαπημένης • | πολυαγαπημένου • | πολυαγαπημένων • | πολυαγαπημένων • | πολυαγαπημένων • |
accusative | πολυαγαπημένο • | πολυαγαπημένη • | πολυαγαπημένο • | πολυαγαπημένους • | πολυαγαπημένες • | πολυαγαπημένα • |
vocative | πολυαγαπημένε • | πολυαγαπημένη • | πολυαγαπημένο • | πολυαγαπημένοι • | πολυαγαπημένες • | πολυαγαπημένα • |